αναγκεμένος

αναγκεμένος
η , ο
1) бедный, нуждающийся; 2) хилый; 3) больной; 4) обл душевнобольной

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αναγκεμένος" в других словарях:

  • αναγκεμένος — η, ο αυτός που βρίσκεται σε μεγάλη ανάγκη, φτωχός, άρρωστος: Μην τον ξεσυνερίζεσαι, είναι άνθρωπος αναγκεμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναγκεμένος — η, ο [αναγκεύω] 1. αυτός που έχει πολλές ανάγκες, που πιέζεται από πολλές ανάγκες, ο φτωχός 2. αυτός που πάσχει από ανίατη ή βαριά ασθένεια, ο άρρωστος 3. φρενοβλαβής, ανισόρροπος …   Dictionary of Greek

  • αναγκεύω — Ι. ενεργ. 1. είμαι αναγκαίος σε κάποιον, με χρειάζεται 2. κάνω να υπάρχει ανάγκη, έλλειψη κάποιου πράγματος, καταναλίσκω, εξαντλώ 3. ενοχλώ, βασανίζω 4. χτυπώ κάποιον δυνατά ΙΙ. μέσ. 1. αναγκάζομαι, πιέζομαι 2. στενοχωριέμαι, δυσανασχετώ, αδημονώ …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»